Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
(Διάλογος ανάμεσα σε δυο φίλους, που έγινε το 1998)


Α. Πού ήσουνα φίλε μου και χάθηκες για δυο βδομάδες;
Β. Στην Αιώνια Πόλη φίλε μου, στη Ρώμη. Πήγα να δω από κοντά τις προετοιμασίες για το γιορτασμό του δύο χιλιάδες.
Α. Γιορτασμό του δύο χιλιάδες; Τι εννοείς;
Β. Μη μου πεις πως δεν ξέρεις.
Α. Ε λοιπόν στο λέω-δεν ξέρω γιατί μιλάς.
Β. Μιλάω για το γιορτασμό των γενεθλίων του χριστιανισμού που θα γίνει στη Ρώμη.
Α. Βρε καλά λες! Για σκέψου...δύο χιλιάδες χρόνια από τη γέννηση του Χριστού! Δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμός!..
Β. Μάλιστα. Δεν είναι υπέροχο;
Α. Υπέροχο λέει., Θαυμάσιο!
Β, Γι αυτό σου λέω. Πήγα λοιπόν εκεί για να δω τι ετοιμάζουν.
Α. Και είδες;
Β. Και βέβαια είδα. Είδα. άκουσα, συζήτησα με τους υπεύθυνους, πήρα συνεντεύξεις από πολλούς για το περιοδικό μου, πήρα αντίγραφα των σχεδίων των φαντασμαγορικών θεαμάτων που πρόκειται να προβληθούν...
Α. Τι μου λες...Αλλά έχω κι εγώ μεγάλη περιέργεια να μάθω τι πρόκειται να γίνει εκεί. Πες μου σε παρακαλώ, γιατί ποιος ξέρει, δυο χρόνια έχουμε ακόμα ως τότε, μπορεί κάτι να συμβεί και να μην μπορέσω να τα δω.
Β. Ω Φίλε μου! Είναι τόσα πολλά και θαυμαστά τα όσα ετοιμάζουν, που δεν έχω το χρόνο που χρειάζεται για να στα περιγράψω. Σε τρεις μήνες όμως θα κυκλοφορήσει το βιβλίο που γράφω σχετικά μ' αυτά και τότε θα τα δεις όλα εκεί μέσα με τις λεπτομέρειες και με την περιγραφή που αξίζει σε τέτοια καταπληκτικά και σπάνια γεγονότα. Έχω αρχίσει να γράφω το βιβλίο μου αυτό απ' όταν ήμουνα στη Ρώμη και τα τρία του πρώτα κεφάλαια βρίσκονται κιόλας στο τυπογραφείο.
Α. Σε παρακαλώ μη με βάζεις στην ίδια κατηγορία με τους άλλους. Είμαι ένας από τους καλλίτερους φίλους σου. Πες μου κάτι, γενικά έστω και μόνο τα σπουδαιότερα. Να, είμαστε κιόλας στο καφενείο μπροστά. Πάμε και πίνοντας τον καφέ μας μου τα λες.
Β. Αφού το θέλεις τόσο, πάμε φίλε μου. Ύστερα έχω κουραστεί πολύ αυτές τις μέρες με τη συγγραφή. Μιλώντας ελεύθερα για λίγο θα με ξεκουράσει.
Α. Πες μου λοιπόν... Λέγε..
Β. Πάντα ανυπόμονος. Λοιπόν, στη Ρώμη θα γίνει μία μεγάλη έκθεση των επιτευγμάτων του χριστιανισμού, της επίδρασης που είχε πάνω στους ανθρώπους, της αλλαγής που έφερε στην ανθρωπότητα.
Α. Μάλιστα. Και δε μου λες, θα γιορταστεί και ο ορθόδοξος χριστιανισμός και ο προτεσταντικός ή μόνο ο καθολικός;
Β. Ο χριστιανισμός στο σύνολό του. Αλλά το βάρος θα δοθεί στον καθολικισμό.
Α. Λοιπόν;
Β. Λοιπόν ολόκληρη η Ρώμη θα είναι τότε ένα μεγάλο μουσείο που θα αναδεικνύει το θρίαμβο του χριστιανισμού. Δημόσια κτήρια, κοινόχρηστοι χώροι, δρόμοι, μεγάλα σπίτια, όλα θα επιστρατευτούν και θα γίνουν εκθετήριοι χώροι ή χώροι στησίματος τεράστιων πανό ή φωτεινών κινουμένων σχεδίων. Θα σου πω τα πιο σπουδαία. Και πρώτα το Κολοσσαίο. Ολόκληρο θα μετατραπεί στη φάτνη που γεννήθηκε ο Χριστός. Γιγάντιοι βοσκοί με τεράστια αρνάκια θα γονατίζουν ευλαβικά μπροστά στο νεογέννητο. Οι μάγοι θα φτάνουν με τις καμήλες τους και με δώρα στα χέρια. Όλα αυτά σχηματισμένα με πελώριες φαντασμαγορικές φωτεινές γραμμές και κινούμενα σαν να 'ταν ζωντανά. Το σπήλαιο θα 'ναι φτιαγμένο με τιτάνιο που θα 'ρθει από την Αυστραλία, μέταλλο ανθεκτικό και ελαφρύ. Το αστέρι πάνω από τη σπηλιά θα έχει το σχήμα της ατομικής βόμβας αμέσως μετά την έκρηξή της, δηλαδή θα είναι ένα τεράστιο μανιτάρι, γιατί καθώς μου εξήγησαν οι υπεύθυνοι της διαμόρφωσης του Κολοσσαίου, το φως που σκορπίζει η ατομική βόμβα είναι το ισχυρότερο που έχουμε και που έτσι πλησιάζει πιο πολύ στη λάμψη του υπέρλαμπρου αστεριού της φάτνης. Άγγελοι θ' ανεβοκατεβαίνουν μια ψηλή σκάλα ψάλλοντας (οι λέξεις θα κυματίζουν ταυτόχρονα ψηλά στον αέρα φωτεινές): "Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης πόλεμος εν ανθρώποις δυστυχία".
Α. Γιατί αυτή η αλλαγή στο δοξαστικό;
Β. Γιατί δεν μπορούνε να πούνε ψέματα σε μια τέτοια επέτειο, λένε. Πάμε στον κίονα του Τραϊανού. Πάνω σ' αυτόν θα 'χει στηθεί ένας ουρανομήκης Χριστός, που με ανοιχτά χέρια, θα ευλογεί ή θα προσεύχεται, Και τα δυο μπορείς να τα υποθέσεις. Μπροστά του μια κατακόκκινη καρδιά πνιγμένη στο αίμα της, διαπερασμένη από ένα σπαθί. Το αίμα, που θα τρέχει σαν ποτάμι από την πληγή, κατρακυλώντας θ' αναλύεται σε χοντρές παχιές κόκκινες στάλες. Και πάνω ακριβώς από την καρδιά γραμμένο: "Ο Χριστός είναι αγάπη".
Α. Ναι.
Β. Στην αψίδα του αγίου Κωνσταντίνου...αλλά όχι, παρέλειψα κάτι άλλο που έρχεται μετά από τη σειρά των εκθεμάτων και που είναι μια πραγματικά πολυδάπανη και συναρπαστική σύνθεση. Πρόκειται για μια παράσταση του Ηρώδη που, επικεφαλής των στρατιωτών του, δείχνει με μανία παιδάκια στην αγκαλιά της μάνας τους, προς τα οποία ορμάνε στρατιώτες και τα αποκεφαλίζουν. Το αίμα κυρίαρχο κι εδώ. Μερικές σταγόνες του πετάγονται τώρα πολύ πάνω και δεξιά και προβάλλονται πάνω στο λευκό φόρεμα της αγίας Ελένης του επόμενου συμπλέγματος.
Στην αψίδα του Μεγάλου και αγίου Κωνσταντίνου, θα στηθεί μια μεγάλη και τρισδιάστατη, φωτεινή πάντοτε, εικόνα του αγίου. Θα έχει τέσσερα χέρια, από τα οποία τα τρία θα κρατάνε σπαθί και το τέταρτο σταυρό. Με το ένα από τα τρία σπαθοφόρα χέρια του θα δολοφονεί το γιο του Κρίσπο, με το άλλο τον Λικίνιο και με το τρίτο τον Λικινιανό. Η λεζάντα της σύνθεσης θα είναι: "Γίνε κι εσύ άγιος-μπορείς".
Α. Καταπληκτικό!
Β. Στάσου, έχει κι άλλο κομμάτι αυτό το σύμπλεγμα. Ο άγιος Κωνσταντίνος κουβεντιάζει με την αγία Ελένη γυρίζοντας το κεφάλι του κάθε τόσο προς αυτήν. Μέσα σε τετράγωνο πλαίσιο είναι γραμμένη η κοσμοϊστορική και κοσμοσωτήρια συνομιλία τους. Λέει ο Κωνσταντίνος: οι μπάσταρδοι οι χριστιανοί θα με ρίξουνε. Του λέει η αγία Ελένη: Κάνε τους δικούς σου. Πώς; ρωτάει ο Κωνσταντίνος. Και η αγία Ελένη: Βαφτίσου χριστιανός. Και κυκλικά γύρω από το διάλογο, με κυλιόμενα γράμματα: "Βοήθησε κι εσύ στην εξάπλωση του χριστιανισμού".
Α. Ωραία πράγματα!
Β. Ωραιότατα. Φαντάσου ότι εγώ τα σχέδιά τους είδα μόνο και έμεινα κατάπληκτος. Σκέψου πώς θα είναι όταν υλοποιηθούν τα σχέδια αυτά.
Α. Χριστέ μου βοήθησέ με να μπορέσω να τα δω…Μετά;…
Β. Μετά, στρέφοντας τη ματιά του λίγο αριστερά, θα βλέπει κανείς να ξεκινάει από τα ερείπια του Παλατίνου μια φωτεινή γραμμή, που περνώντας πάνω από τα πρόσθια εξαρτήματα του Βατικανού, από τα παλάτια Φαρνέζε και Ντόρια και από το Εθνικό Μουσείο, θα τελειώνει στην Γκαλλερία Κορσίνι. Την είπα φωτεινή γραμμή, αλλά δεν πρόκειται για γραμμή γιατί παίρνει διάφορα σχήματα και αλλάζει διάφορα μεγέθη στη διαδρομή της, ανάλογα με τις ανάγκες της έκθεσης. Η αρχή της γραμμής είναι το Άγιο Πνεύμα, που κατεβαίνει σαν χείμαρρος φωτιάς από τον ουρανό και που φτάνοντας στα κεφάλια των Αποστόλων συμμαζεύεται σε μια μικρή φλόγα που σημαδεύει και τους χτυπάει ίσια στην πάλαι ποτέ μεγάλη πηγή του κρανίου τους. Κατόπι, αφού τους φωτίσει ολόκληρους, βγαίνει από το πίσω μέρος του κρανίου τους σαν μια λεπτή γραμμή, που σιγά σιγά όσο προχωρεί παχαίνει, ογκώνεται και πετάει φλόγες γύρω. Και φτάνοντας πάνω από τη Γκαλερία Κορσίνι έχει γίνει μια μεγάλη φωτιά που μέσα της η Ιερή Εξέταση καίει τους αιρετικούς. Με αυτή τη σύλληψη δείχνεται χωρίς αμφιβολία πως οι φωτιές μέσα στις οποίες οι καθολικοί έκαιγαν τους αιρετικούς είναι η συνέχεια της φλόγας του Αγίου Πνεύματος, και, άραγε απόλυτα δικαιωμένες.
Α. Σωστά,
Β. Πάνω από αυτή τη φωτεινή γραμμή και στο ύψος της πορείας της ανάμεσα Παλατίνου και Βατικανού, βρίσκεται η εικόνα του Πάπα Ιννοκέντιου του Γ ',που στέλνει στις Επισκοπές επιτρόπους ειδικούς στην ανακάλυψη αιρετικών. Είναι τόσο λεπτοδουλεμένη και έχει τόσο βαθύ νόημα αυτή η εικόνα!.. Το κεφάλι του κάθε επιτρόπου, που ξεκινάει γεμάτος περηφάνια για την αποστολή που του ανατέθηκε, είναι το νύχι καθενός από τα δάχτυλα των χεριών του Πάπα. Πάνω από το φωτεινό αυτό ποτάμι και στη διαδρομή του από το Βατικανό μέχρι το παλάτι Φαρνέζε, με φλόγες που ξεπηδούν επίτηδες απ' αυτό, είναι γραμμένο :EXTRIRPANTA. Και με τον ίδιο τρόπο, μεταξύ Φαρνέζε και Ντόρια: DIRECTORUM INQUISITORUM. Πιο πέρα…
Α. …Στάσου στάσου,..Τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις;
Β. EXTRIRPANTA είναι η περίφημη βούλα που εξέδωσε ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Δ' και που περιέχει το πλήρες κείμενο σύστασης και οργάνωσης της Ιερής Εξέτασης, σαν να λέμε τη ληξιαρχική πράξη γέννησής της. Και DIRECTORUM INQUISITORUM θa πει: οδηγός του καλού ιεροεξεταστή.
Πιο πέρα λοιπόν, πάνω από την Ποντιφικική Ακαδημία ο Πάπας Λέων ο Ι΄,καθισμένος σε περίλαμπρο θρόνο, έχει απλωμένα και τα δυο του χέρια. Με το δεξί δίνει τα συγχωροχάρτια και με το αριστερό εισπράττει τα χρήματα. Δίπλα του μια ταμπέλλα;"Βλασφημία-59.99 φράγκα.Κλοπή-299.99 φράγκα.Φόνος-1499.99 φράγκα. Με μια κλοπή κι ένα φόνο δώρο μία βλασφημία". Και βλέπεις ανθρώπους να συνωστίζονται ποιος να πρωταγοράσει. Και πάνω από τον Πάπα στέκει χαμογελώντας και θαυμάζοντας ο Fugger.
Α. Δεν ξέρω ποιος είναι ο Φούγκερ, μα προχώρησε.
Β, Κόλλησε η γλώσσα μου. Παιδί, μια πορτοκαλάδα ακόμα! Λοιπόν πού ήμουνα;
Α. Έλεγες για τα συγχωροχάρτια.
Β. Ναι. Και παντού όπου γυρίσεις βλέπεις Πάπες. Άλλους να καιν βιβλία, άλλους να καίνε ανθρώπους ζωντανούς, να κλέβουν, να μοιχεύουν. Ό,τι βάλεις με το μυαλό σου το βλέπεις. Θα σου πω μόνο για τον Πάπα Αλέξανδρο τον έκτο. Ντυμένος με όλα τα παπικά του άμφια, σκύβει και προσκυνάει τη μαιτρέσσα του, την παντρεμένη Ιουλία Φαρνέζε, τη γνωστή σε όλη την τότε Ρώμη με την επωνυμία «Τζούλια λα μπέλα»\ενώ αυτή, μισόγυμνη, σκύβει κάθε τόσο και χαϊδεύει με το χέρι της τ' απόκρυφα του Πάπα, βογκώντας από τον πόθο κάθε φορά. Ο Πάπας όταν ζούσε είχε επιστρατεύσει το ζωγράφο Πιντουρίκιο να τους ζωγραφίσει σ' αυτή τη στάση, αυτόνε σαν Πάπα όπως και ήταν, και την ερωμένη του σαν Παναγία. Κάθε φορά που η Τζούλια τον χαϊδεύει, ο Πάπας μουγκρίζει: Παναγίτσα μου…
Α. Πού μπορεί αλήθεια να οδηγήσει η μεγάλη πίστη!..Όμως μέχρι τώρα οι καθολικοί μόνο προβάλλονται. Οι ορθόδοξοι; Οι διαμαρτυρόμενοι;
Β. Έχεις δίκιο, τη μερίδα του λέοντος την έχει ο καθολικισμός, Από ορθοδοξία έχει ένα Δεσπότη που διακορεύει ένα δεκάχρονο κορίτσι. Από κάτω διαβάζεις:
Προικοδότησις απόρων κορασίδων. Όσο για τους διαμαρτυρόμενους, παρουσιάζεται ο Καλβίνος μέσα στην κρεβατοκάμαρα ενός κατοίκου της Γενεύης. να παρατηρεί μ' ένα μεγεθυντικό φακό ένα αντρόγυνο που κάνει έρωτα. Στο άλλο χέρι κρατάει τη Γραφή για να βλέπει αν η σεξουαλική πράξη γίνεται σύμφωνα με τις επιταγές της ή όχι. Δίπλα του ο δήμιος με το τσεκούρι στο χέρι για την περίπτωση που αποδειχτεί ότι το αντρόγυνο αμάρτησε.
Α. Τι του κόβει;
Β. Δεν του κόβει. Αυτά δειγματοληπτικά για τους
καθολικούς και τους διαμαρτυρόμενους.
Υπάρχει όμως κι ένα σύμπλεγμα που αφορά σε όλο
το χριστιανισμό και που θα απλώνεται πάνω από τη
βίλα Αλμάνι, το Καπιτώλιο και το
Αντικουάριο. Δυτικά του Κολοσσαίου θα είναι οι προ Χριστού άνθρωποι να χαίρονται τη ζωή με ‘όλες τους τις αισθήσεις και ν’ Αγωνίζονται Ενάντια σε κάθε καταπιεστή τους, ενώ αριστερά τους θα στέκει ο Χριστός λέγοντας:Αν κάποιος σας ραπίσει στην δεξιά παρειά, στρέψατέ του και την αριστερά. Και αριστερά και του Χριστού, ο κόσμος μετά από Κείνον: Άνθρωποι κακομοίρηδες, με πρησμένα μάγουλα, με κορμιά ασθενικά, αποθέτουν τα λίγα χρήματα που έχει καθένας τους μέσα σε μια σακούλα γεμάτη με χρυσάφι. Πάνω από τη σακούλα οι πλούσιοι χαμογελάνε ευτυχισμένοι, ενώ ο πρώτος στη σειρά από αυτούς, που βρίσκεται δίπλα στο Χριστό, ακουμπάει με οικειότητα το χέρι στον ώμο Του, λέγοντάς Του: Είναι αλήθεια-είσαι ο Σωτήρας μας.
Α. Τα ένιωσα όλα σαν να τα 'βλεπα ζωντανά. Όμως σε μια τέτοιαν επέτειο θα περίμενε κανείς να προβληθεί και κάτι καλό του χριστιανισμού.
Β. Έχεις δίκιο. Η Επιτροπή γιορτασμού όμως έχει προβλέψει και γι αυτό-έχει προκηρύξει διαγωνισμό με βραβείο εκατό χιλιάδες δολάρια για όποιον της υποδείξει κάτι καλό του που έκανε ο χριστιανισμός.
Α. Έχω μιαν ιδέα.
Β. Τότε έχεις εκατό χιλιάδες δολάρια. Πες την,
Α. Να γραφτεί, ψηλότερα από όλα τ' άλλα με μεγάλα γράμματα. Αγαπάτε αλλήλους.
Β. Σε πρόλαβαν. Το 'χουν γράψει κιόλας κάτω από μια σύνθεση που παρουσιάζει τους λαούς της γης όλων των μετά Χριστόν εποχών να αλληλοσπαράζονται μανιασμένα. Αλλά αρκετά. Πάμε να φύγουμε γιατί με περιμένει το βιβλίο.
Α. Να φύγουμε αλλά πρώτα να μου πεις ένα δυο ακόμα. Σε παρακαλώ…
Β. To Εθνικό Μουσείο θα διασκευαστεί σε
Μουσείο Σταυροφοριών.
Σε πίνακες θα δείχνονται όλες οι καταστροφές, οι
λεηλασίες και οι ωμότητες των
σταυροφόρων. Ο Χριστός θα ευλογεί κάθε
αιματοβαμμένο σύνολο, λέγοντας διάφορα λόγια
προτρεπτικά και ενθαρρυντικά των κτηνωδιών
του. Τη φορά αυτή ο Χριστός θα μιλάει με στίχους.
Στίχους λιτούς και επιγραμματικούς. Θυμάμαι ένα
μικρό ποιηματάκι του:

Βιάστε, κάψτε, καταστρέψετε, σκοτώστε
και το λόγο μου στους άπιστους διαδώστε.
Κι όποιος άπιστους σκοτώσει εκατό
οι αμαρτίες του θα σβήσουν στο λεφτό.
Κι όποιος πάνω από χίλιους ξεκοιλιάσει
στον πατέρα μου τ' ορκίζομαι-θ' αγιάσει.
Α. Από ένα Ποιητή θα περίμενα ένα καλλίτερο ποίημα,
Β. Έλα τώρα, δεν το ’γραψε ο Χριστός, άλλοι το βάλανε στα χείλια του. Και μη διακόψεις πάλι αν θέλεις να τελειώνουμε έχοντας ακούσει όσο περισσότερα γινόταν στο λίγο χρόνο που διαθέτω γι αυτό.
Α. Συγνώμη, λέγε.
Β. Στης παλιάς αγοράς το χώρο θα στηθούν μαρμάρινα συμπλέγματα που θα δείχνουν πόσο αγαπούν το Χριστό οι μεγάλοι τελετάρχες Του. Το πιο αποκαλυπτικό και ωραίο είναι αυτό: Ο Πάπας τραβάει το Χριστό από το ένα χέρι και ο Πατριάρχης από το άλλο. Ο Λούθηρος δαγκώνει το δεξί χέρι του Πάπα και ο Καλβίνος το αριστερό. Σκυλιά και λύκοι-οι αιρετικοί-τραβάνε το χριστό από όπου μπορούν, θέλοντας να του αποσπάσουν καθένας ένα κομμάτι. Πάπας και Πατριάρχης κλωτσάνε τα σκυλιά, ενώ ταυτόχρονα ο Πατριάρχης χαμογελάει όλο γλύκα στο Λούθηρο. Και ο Χριστός μόλις ανασαίνοντας: «Πάτερ, εις χείρας σου ξαναπαραδίδω το πνεύμα Μου». Και τώρα το τελευταίο και μη μου ζητήσεις άλλο. Στην απλωσιά του χώρου του παλαιού υδραγωγείου, πάνω σε θράκα, ψήνεται ένας άνθρωπος στη σούβλα. Γύρω του, με πιρούνια και με μαχαίρια στα χέρια, τσιμπώντας μεζεδάκια από το ψητό και κουτσοπίνοντας, βρίσκονται σε πρώτο πλάνο οι άγιος Αυγουστίνος, άγιος Λέων ο Α', άγιος Ιερώνυμος, άγιος Γρηγόριος, άγιος Θωμάς ο Ακινάτος, ο Πάπας Λέων ο Γ, ο Πάπας Ιωάννης ο Γ', ο άγιος Κωνσταντίνος, ο Φρειδερίκος ο Β', ο Μέγας Θεοδόσιος, ο Ονώριος, ο Αρκάδιος και ο νέος Θεοδόσιος και σε δεύτερο πλάνο, περιμένοντας τη σειρά τους να τσιμπήσουν, πλήθος άλλων αγίων, οσίων και αυτοκρατόρων. Όλοι αυτοί κινούνται με το σύστημα του ανοιγοκλεισίματος των φωτεινών γραμμών που αποτελούν τα περιγράμματά τους. Κάθε τόσο μια φωνή ακούγεται να ρωτάει: "Γιατί;" Τότε όλοι στρέφουν προς τον αθέατο ερωτώντα και λένε: «Είναι αιρετικός». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος κάθεται μόνος παράμερα χωρίς να διασκεδάζει ιδιαίτερα, λέγοντας με απολογητικό ύφος: «Εγώ δεν τρώω-μόνο ξύλα εμάζεψα για τη φωτιά". Γεια σου.
Α. Γεια σου.







ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ

Αγαπητοί ισπανοί
είδα το πανό σας που έλεγε «μην κάνετε θόρυβο για να μην ξυπνήσουμε τους έλληνες».
Εδώ λοιπόν θα εξηγήσω τη στάση των ελλήνων απέναντι στις περικοπές των εσόδων τους που η ελληνική κυβέρνηση τους επέβαλε. Δεν πρόκειται για δικαιολογία της στάσης των ελλήνων, όσο για βάλσιμο στη θέση τους των σχετικών πραγμάτων.
Και ιδού οι λόγοι του ύπνου των ελλήνων:
1. Οι έλληνες πάντοτε, από την ίδρυση του κράτους τους περνούσαν φτωχικά. Μόνο εδώ και τρεις δεκαετίες ένιωσαν πώς είναι η οικονομικά άνετη ζωή, όταν τα χρήματα από την Ευρώπη έρρεαν προς τις τσέπες των πολιτικών και των φίλων τους. Θα μου πείτε πώς περνούσε καλά ο ελληνικός λαός αφού τα χρήματα πήγαιναν μόνο στους πολιτικούς και στους φίλους τους. Περνούσε γιατί οι πολιτικοί και οι φίλοι τους πετούσαν τα ψίχουλα από τα γεύματά τους στο λαό. Και αυτά αρκούσαν σε κάποιους που ως τότε ζούσαν ζητιανεύοντας, να λένε ότι τώρα ζούνε πλούσια. Καταλαβαίνετε, όλα είναι σχετικά. Ας πούμε στις τρεις αυτές δεκαετίες , οι έως τότε φτωχοί αγόραζαν πάνω από μία φορά την εβδομάδα κρέας, είχαν πιστωτικές κάρτες, έβαζαν ευκολότερα τα παιδιά τους στο Δημόσιο, ντύνονταν όχι πια σε μοδίστρες και σε ράφτες αλλά με έτοιμα ρούχα, είχαν τηλεόραση, και οι καλύτεροι σ’ αυτά έφτιαξαν βίλες, πήραν κότερα και ίδρυσαν εταιρίες.
Φίλοι του ενός ή του άλλου κόμματος , οι έλληνες βολεύονταν εναλλάξ.
Όσο ήτανε στην κυβέρνηση οι δεξιοί ας πούμε, βολεύτηκαν οι δεξιοί. Όταν ήρθανε οι ψευτοσοσιαλιστές στα πράγματα, ο αρχηγός τους έδωσε διαταγή «να αλλάξει χέρια ο πλούτος» όπως είπε, όπερ και εγένετο και ματσώθηκαν και αριστεροί.
Έξω από το φαγοπότι έμειναν και στις δύο περιπτώσεις είτε αυτοί που δεν ήσαν ενεργοί υποστηρικτές των κομμάτων, είτε όσοι δεν είχαν καπατσοσύνη στην κλοπή.
Τώρα που ήρθε η κρίση, οι έλληνες ξαναγύρισαν απλά στα συνηθισμένα τους. Πάλι δηλαδή στη φτώχεια. Για τους νέους είναι λίγο ασυνήθιστο, όμως οι γονείς τους τούς προσγείωσαν στα πάτρια νήστια έθιμα. Δεν είναι δύσκολο αυτό μιας και οι νέοι ζούνε μαζί με τους γονείς τους μέχρι τα τριάντα τους και βάλε και έτσι κάνουν ό,τι εκείνοι τους πουν.

2. Οι έλληνες είναι γενικώς υποταγμένα όντα. Πάντοτε είχαν έναν αφέντη-Ενετούς, Άγγλους, Αμερικάνους, Βαυαρούς, Ιταλούς, Γερμανούς, Τούρκους, ενάντια στους οποίους ποτέ δε διανοήθηκαν να εξεγερθούν. Ε, τώρα είναι υποταγμένοι στο Δου Νου Του. Το όνομα αλλάζει μόνο. Εξάλλου ο συνδετικός κρίκος μεταξύ λαού και δυναστών του είναι πάντοτε ο ίδιος-οι πουλημένοι στον κάθε φορά δυνάστη έλληνες, που τώρα λέγονται πολιτικοί. Καταλαβαίνετε, τα ονόματα και οι τίτλοι μόνον αλλάζουν.
Μαθημένοι να κυβερνιούνται από άλλους, δεν διανοούνται καν ότι θα μπορούσε κάποτε να αυτοκυβερνηθούν.

3. Οι έλληνες μιλάνε. Σημαντικότατο στοιχεί για το φαινόμενο που εξετάζουμε.
Και φωνάζουνε. Μιλάνε και φωνάζουνε. Λένε, διαπιστώνουν, συμφωνούν ή διαφωνούν αναμεταξύ τους, τσακώνονται…και αυτό ήταν: εκτονώνεται έτσι κάθε τους τάση για ουσιαστική διαμαρτυρία ή για έμπρακτη αντίσταση, αν υποθέσουμε ότι κάποτε τους γεννιέται κάποια τέτοια.
Αυτή τους η συνήθεια έχει βοηθηθεί να υπερισχύσει και από τη στάση των πολιτικών απέναντί τους. Αυτοί, έχουν θεσπίσει νόμους που επιτρέπουν την ελεύθερη ομιλία και γραφή, απαγορεύουν όμως τη διεκδίκηση των υλικών, πολιτιστικών και κοινωνικών αγαθών, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή των θεσπιστών. Με άλλα λόγια λένε αυτοί στους έλληνες: «Φωνάζετε όσο θέλετε, μόνο το χέρι να μην απλώστε να πάρετε πίσω ό,τι σας έχω κλέψει.»
Και οι έλληνες, σαν αποτέλεσμα της υπ’ αριθμό δύο κατάστασης, απλά υπακούνε.

4. Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς με την Παιδεία, όμως οι έλληνες είναι αμόρφωτοι. Η αμορφωσιά τους, , η οποία τους έχει οριστεί από τους κυβερνώντες (ακόμα και όταν πηγαίνουν στα Σχολεία ή βγάζουν Πανεπιστήμια), τους κάνει ανίκανους να αντιληφθούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται , ή να την αντιπαρέρχονται με την αδιαφορία της ανευθυνότητας μουρμουρίζοντας «κάτι θα γίνει…υγεία να έχουμε…έχουμε καιρό…» και άλλα τέτοια. Ποτέ ο ορθός λόγος δεν ήταν ο οδηγός στις πράξεις τους. Και αν Παιδεία είναι ο κύκλος που διατρέχει το άτομο για να φτάσει στην αυτογνωσία, όμως αν όποιος, όπως οι έλληνες, αρνείται να τον ακολουθήσει, ισχνότατο κέρδος αντλεί από το ότι έχει γεννηθεί στην πλέον φωτισμένη περίοδο της Ιστορίας.

5. Ο ελληνικός λαός δεν είναι λαός αλλά συρφετός.
Ψηφίζουν όποιον παλιότερα τους έδινε ένα ζευγάρι παπούτσια ή όποιον τώρα τους υπόσχεται διορισμό, δάνειο, επισκευή του δρόμου που περνάει απέξω από το σπίτι τους, κυρίως όμως όποιον ρίξει ένα ωραίο σύνθημα από το μπαλκόνι ή όποιον καταφέρει, λέγοντάς τους αυτά που θέλουν να ακούν, να τους τραβάει από τη μύτη.
Τώρα που κανείς δεν τους υπόσχεται τίποτα αφού τίποτα δεν υπάρχει για να υποσχεθεί, οι έλληνες δεν ενδιαφέρονται και αυτοί για κανέναν.
Ύστερα οι πολιτικοί τους έχουν πάψει από πολλά χρόνια να λένε τη λέξη «λαός» στους λόγους ή στις κουβέντες τους, έτσι που η λέξη, μη ακουόμενη, έχει χάσει το νόημα και τη σημασία της. Έτσι οι έλληνες δεν είναι πια λαός. Επειδή όμως κάτι έπρεπε να είναι μέσα στον κόσμο αυτόν της ομαδοποίησης, διάλεξαν να γίνουνε όχι πολίτες, επαναστάτες, τιμωροί ή διεκδικητές, παρά συρφετός. Ως για τα ονόματα που αντί για «λαός» τους δίνει ο κάθε πολιτικός , αυτά είναι: «κόσμος», «άνθρωποι», «κοινωνία», «ψηφοφόροι», «τηλεθεατές» ή «ακροατές», «το κοινό» και ό,τι άλλο η στιγμή ή η περίσταση απαιτήσει.
Και αφού οι έλληνες δεν είναι λαός, αποκλείεται να συμπεριφερθεί σαν τέτοιος.

6. Η Ελλάδα είναι χώρα γεωργική. Λίγοι είναι οι έλληνες που έχουν αποκοπεί ολοσχερώς από την αγροτική ζωή, έστω και αν ζουν μόνιμα σε μια πόλη. Γιατί οι πόλεις μας είναι μικρές, γιατί καθεμιά τους θυμίζει πολύ χωριό και γιατί η απόσταση καθενός από το χωριό του είναι μικρή και άραγε το χωριό εύκολα προσβάσιμο μέσα σε μια μέρα αν όχι και σε ένα πρωινό.
Έτσι στην πραγματικότητα ο έλληνας δεν έχει αποκοπεί από το χωριό, αφού και εκείνοι που μένουν σε μια πόλη μόνιμα είναι νεοαστοί, μένουν δηλαδή στην πόλη όχι για τόσο χρονικό διάστημα ώστε να έχουν δεθεί με αυτήν, αλλά μπορούν, όταν οι συνθήκες το επιβάλουν, να ξαναπάνε στο χωριό και εκεί να αρχίσουν μια νέα-παλιά ζωή (οι έλληνες δεν είναι βορειοευρωπαίοι ή αμερικανοί, να μην ξέρουν ότι οι πατάτες βγαίνουν από το χώμα και δεν κρέμονται από πατατιές ή ότι το γάλα βγαίνει με άρμεγμα από πρόβατα.)
Ποτέ λοιπόν οι έλληνες δεν ξέχασαν το χωριό. Το επισκέπτονταν πάντα όσο ζούνε στην πόλη, είτε για να περάσουν τα σαββατοκύριακά τους, είτε για να φορτώσουν τρόφιμα το αυτοκίνητό τους (λαχανικά, κοτόπουλα, τυριά, λάδι, φρούτα, αλεύρια και ό,τι άλλο το χωριό τους παράγει.)
Και είναι αυτός ένας άλλος λόγος που οι έλληνες δεν εξεγείρονται. Ό,τι τους στερεί η κρίση, το παίρνουν από το χωριό. Αυτή τους η τακτική, μαζί με το γεγονός ότι οι περισσότεροι έχουν ένα μικρό ή μεγαλύτερο σπιτάκι για να ζουν, επιτείνουν την αδιαφορία τους για την κατάστασή τους.

7. Ο Πάγκαλος, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησής μας, είπε πρόσφατα μιλώντας για τα αίτια της κρίσης και αντικρούοντας τον ισχυρισμό ότι «οι πολιτικοί τα φάγανε» (τα λεφτά), το περίφημο: «μαζί τα φάγαμε».
Αυτό θεωρήθηκε στην αρχή σαν πρόκληση. Με τον καιρό όμως, οι έλληνες άρχισαν να σκέφτονται πως ίσως ο αντιπρόεδρος έχει δίκιο. Βλέποντας καθένας όσα έχει (σπίτι, αυτοκίνητο, εξοχικό σπίτι και άλλος άλλα), αναλογίζεται τον τρόπο με τον οποίο τα απόκτησε, και συμφωνεί με τον Πάγκαλο. Γιατί κάθε περιουσία έχει αποκτηθεί ύποπτα, παράνομα και εις βάρος άλλων ελλήνων που υποφέρουν. Αναλογίζεται λοιπόν ο έλληνας ότι δεν άξιζε να έχει αυτά που έχει, ότι δεν τα απόκτησε με την αξία του. Αυτό τον κάνει να συμφωνεί με τον Πάγκαλο σε γενικές γραμμές. Και από τις γενικές γραμμές είναι εύκολο στον καθένα να εξατομικεύσει τη συμμετοχή του στη ρεμούλα, η οποία, δεδομένου του πλήθους των μικρών ή μεγαλύτερων παρανομιών, γίνεται γρήγορα (και δικαίως) ένας από τους σημαντικούς παράγοντες της επέλευσης της παρούσας κρίσης. Το αίσθημα αυτό του φταιξίματος επιτείνεται από τη θρησκεία των ελλήνων που μέσο των παπάδων, των ιεροκηρύκων, των μοναχών, των κατηχητών, τους έχει ποτίσει ανεξίτηλα με το αίσθημα της ενοχής.
Και ο έλληνας συνειδητοποιεί ότι πράγματι φταίει κι αυτός για την κατάντια της χώρας, με αποτέλεσμα πάλι να μην μιλάει-τι να πει;
Αν ρωτήσετε: και γιατί οι έλληνες κλέβονται μεταξύ τους, νομίζω πως έχω την απάντηση.
Οι έλληνες παλιά είχανε ριζώσει σε άλλες χώρες και τρώγανε από αυτές τη μερίδα του λέοντος, αφήνοντας για τους γηγενείς της κάθε χώρας ψίχουλα. Αυτό συνέβαινε από τα παλιά χρόνια, για όσους θέλουν οι έλληνες οι σημερινοί να έχουν κάποια σχέση με τους αρχαίους. Αλλά και στα πολύ πολύ νεότερα χρόνια το ίδιο συνέβαινε στη Ρουμανία, στην Αίγυπτο, στην Τουρκία, για να θυμηθώ τρανταχτά παραδείγματα. Εκεί οι έλληνες έκλεβαν τους λαούς που τους φιλοξενούσαν. Και όταν οι λαοί εκείνοι έδιωξαν τους κλέφτες από τα χώματά τους, εκείνοι ήρθαν στην Ελλάδα. Εδώ, συνηθισμένοι στην κλεψιά και μη έχοντας άλλους να κλέψουν, άρχισαν να κλέβονται μεταξύ τους, πλουτίζοντας σε μέλη τις ήδη υπάρχουσες ομάδες γηγενών κλεφτών.

8. Τέλος κοιτάξτε τα παιδιά ή και τους μεγάλους έλληνες. Δεν βλέπετε τις φάτσες τους πόσο ηλίθιες είναι; Πόσο παραδομένες στην εξουσία των εχόντων; Πόσο ανοιχτό στόμα έχουν όταν ακούνε κάποιον πολιτικό να μιλάει λες και αυτός φροντίζει για το καλό τους; Δεν βλέπετε πώς ζωηρεύουν μόνο όταν μιλάνε για ποδόσφαιρο ή ασχολούνται με την «σωτηρία» του περιβάλλοντος, ασχολίες στις οποίες τους σπρώχνουν οι πολιτικοί ώστε εκείνοι ανενόχλητοι να κλέβουν;
Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που ακούγονται στην επαρχία είναι εκείνοι που μιλάνε για ποδόσφαιρο και οι της Εκκλησίας. Από τους άλλους ακούγονται μόνον οι της κρατικής ραδιοφωνίας, δηλαδή οι της επίσημης αποβλάκωσης των ελλήνων-λοιπόν τι θα περιμένατε σαν αποτέλεσμα έξω από εκείνο που σας ανάφερα πιο πάνω;
Ο κομπιούτερ είναι κάτι άγνωστο για την πλειοψηφία των ελλήνων. Και όσοι έχουν κομπιούτερ τον έχουν σαν γραφομηχανή και δεν ξέρουν τίποτε άλλο από αυτόν. Υπάρχουν φυσικά και οι φανατικοί του κομπιούτερ, κάτι όμως που δεν βοηθάει καθόλου την κατάσταση, μιας κι αυτοί χρησιμοποιούν τους κομπιούτερς τους για λόγια…λόγια…λόγια…
Να μην συνεχίσω.
Η ευγένεια σάς δίνει δίκιο να κάνετε ησυχία να μην ξυπνήσετε τους έλληνες, όμως μη φοβόσαστε, οι έλληνες δεν ξυπνάνε με τίποτα.
Καθώς τελείωνα αυτές τις γραμμές είδα τα περί «αγανακτισμένων στο Σύνταγμα» στην Ελλάδα. Μην ακούτε τίποτα. Μέσα στον ύπνο τους ονειρεύονται πως ξύπνησαν.
Και το πολύ να αλλάξουν πλευρό καθώς κοιμούνται.






ΒΊΚΥ
Κάποιο μεθυσμένο βράδυ του περσινού καλοκαιριού, είδα καθιστή σ' ένα παγκάκι της πόλης που ακόμα δε μ' έχει διώξει (πώς έτσι άραγε;),να κάθεται με φίλες της, τη Βίκυ. Συζήτησα με όλες για πέντε λεφτά. Από όλες τους, διάλεξα να περιγράψω τη Βίκυ.


ΒΊΚΥ



ΒΊΚΥ
(ΚΆΠΟΙΟ ΒΡΆΔΥ
Σ’ ΈΝΑ ΠΑΓΚΆΚΙ)

Πέστε μου, το πλάσμα εκείνο
που εχτές είδα μπροστά μου
και γι αυτό που τώρα γράψω
το καινούργιο αυτό ποίημά μου-

πέστε μου, ήτανε κορίτσι,
ή ανθάκι ήταν ολάσπρο
όπου σκόρπαε φως και χάρη
σαν φεγγάρι και σαν άστρο;

Ήταν- πέστε μου, ματάκια
τα τοπάζια τα δυο εκείνα;
Κι είχε-α! πέστε μου!- χεράκια
ή ολόλευκα δυο κρίνα;

Πέστε μου τα δυο κοχύλια
πούθε πήρε των αυτιών της;
της φωνούλας της τη γλύκα;
τα κοράλλια των χειλιών της;

Και λαιμό πώς έχει κύκνου;
Κι αλαβάστρινα πώς πόδια;
Δόντια πώς μαργαριτάρια;
Πώς για μάγουλα δυο ρόδα;





Και αντίς μαλλιά μετάξι
ποια Θεά της έχει δώσει;
Πέστε-αχ! πέστε μου, πού βρήκε
κι ομορφιά επήρε τόση;..

Κι ομορφιάς αφού η γη μας
δε μας δίνει τέτοιας μέθη
βέβαιο είναι απ’ τα ουράνια
ότι Βίκυ έχεις έρθει.

Ναι! για έναν άγγελό του
κλαίει ο Θεός που του ’χει φύγει
κι ήρθε δω χαρά να δώσει
στη ζωούλα μας τη λίγη.

Βίκυ, σπάνια ωραίο πλάσμα,
δίνε νόημα στην Πλάση.
Δίνε χάραμα στη μέρα.
Στα σκοτάδια δίνε λάμψη.

Δίνε συ τα θεία σου δώρα
δίχως διόλου να σε νοιάζει
αν ποιητής κάποιος το κάλλος
και τις χάρες σου δοξάζει.

Οι ποιητές αυτή ’δουλειά τους:
με τις λέξεις να ζητούνε






να υμνήσουνε τ’ Ωραίο
όπου κι αν θα το ιδούνε.

Το ’δα χτές εγώ σε σένα.
Και το έκανα τραγούδι-
και στο ποί’μα αυτό να οι δυο μας:
ποιητής και αγγελούδι…

Χαίρε σύ γέννημα θείο!
Η Ζωή δική σου είναι
και χαρά για να της φέρνεις,
χίλια χρόνια εντός της μείνε.

(Αν και μ’ όλα τα καλά σου
και κακό συ κάνεις κάτι:
είναι που, σα θα ’ρθ’ η ώρα
να κλειστεί ποιητή το μάτι,

θλιβερό το θάνατό του
η ύπαρξή σου τόνε κάνει,
μιας κι η σκέψη τον ταράζει
πως πεθαίνοντας σε χάνει...)

-----









ΒΊΚΥ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΉ

Δε θα μιλήσω για το τέλειο σώμα
που από Φειδία σμίλη εβγήκε λες,
γιατί ντροπής θα παίρναν τότε χρώμα
του αβρού κι αγνού προσώπου του οι γραμμές.

Μα θα μιλήσω για την καλοσύνη
που, ως μύρο τ’ άνθος, γύρω του σκορπά,
και για την θεία ευγένεια που αναδίνει
όταν μιλά, ή όταν, σεμνό, σιωπά.

Και ούτε το θεσπέσιο θα εξυμνήσω
το χαμογέλιο του το ιδανικό-
γιατί ό,τι πω γι αυτό θα το αδικήσω:
μεγάλοι ποιητές χρειάζοντ’ εδώ.

Όταν, στης Επανάληψης τη ζάλη,
στη γη πάλι ο Πετράρχης ξαναρθεί
τέτοιο χαμόγελο αυτός ας ψάλλει-
αυτός, αν το μπορέσει, ας το ειπεί.

Όσο για με, όταν ανθεί μπροστά μου,
τη μοίρα την πικρή μου ευχαριστώ,
που ενώ την καθεμιά πήρε χαρά μου
το θάμα φέρνει εμπρός μου τώρα αυτό.

-----





ΡΗΜΑΔΙΌ

Μια νεράϊδα-μια ξωθιά,
σα θα ’ρθεί βραδάκι,
σ’ ένα του πεζόδρομου
κάθεται παγκάκι.

Οι τσεπούλες ξέχειλες
θάματα και μάγια,
τα χειλάκια της φιλιά,
τα χεράκια χάδια.

Τη θωρεί ο ουρανός
και γεννάει αστέρια.
Τη θωρεί ο Έρωτας-
και σμιλεύει ταίρια.

Το φεγγάρι με το φως
των ματιών της λάμπει΄
και αυτό γλυκοφωτάει
της ψυχής τα θάμπη.

Κι όποιος τη νεράϊδα δει
χάνει τα μυαλά του΄
κι όποιος δίπλα της περνά
κλέβει τη μιλιά του...







Μια νεράϊδα-μια ξωθιά
αχ! κάθε βραδάκι
της καρδιάς μας ρημαδιό
κάνει το ’κκλησάκι.

-----



























ΠΕΣ ΜΟΥ

Ό,τι θυμάμαι από σένα με αγαλλιάζει
σαν ο άγγελός μου απαλά να μ’ αγκαλιάζει.
Είναι η συμπόνια που για μένα ίσως έχεις;
Είναι σα Θεός που καλοσύνης δρόσο βρέχεις;

Τ’ είναι σεμνό-ακριβό-μέλι κορίτσι, πες μου-
τ’ είναι τις γνώσεις που περνάει τις δικές μου;
Τ’ είναι ουρανόφερτε, μικρέ, χρυσέ άγγελέ μου;
Τ’ είναι ανάσα εσύ του πιο γλυκού μου ανέμου;

Τ’ είναι ψυχή μου; τ’ είναι φως μου; τι ζωή μου;
Τι στην αιώνια νύχτα μόνο εσύ πρωί μου;
Τι μέτρο αλάθητο εσύ του Αιώνιου Ωραίου;
Τι συ Θεά της Χάρης ουρανίου Πανθέου;..

Και πες μου, οι μέρες μου όταν τελειώσουν-
και πες μου, όταν τα μίση θα με ζώσουν,
κάτι θα μου αφήσεις σα σημάδι
πως δε θα με κερδίσει το σκοτάδι;

--------











ΓΈΡΩΝ ΑΓΉΡΩΣ

Είσαι δεκαεφτά. Είμαι δεκατρία.
Κι ας μη φορώ κοντό παντελονάκι-
μα είμαι μικρούτσικο ένα παιδάκι.
Είσαι δεκαεφτά. Είμαι δεκατρία.

Ναι, δεκατρίω’ χρονώ’ εγώ είμαι μόνο.
Κι ας μοιάζω γέρος με ολάσπρα γένια-
Αχ! Δε γερνώ εγώ χρόνο το χρόνο-
Για με ούτε οι Καιροί δεν έχουν έγνοια.

Όποιοι εγνώρισα εμεγαλώσαν
Και μένα μ’ άφησαν μικρό παιδάκι-
πλοία πανιά για μακριά που απλώσαν
κι αφήσαν πίσω ένα μικρό βαρκάκι...

Πρώτα οι φίλοι μου οι παιδικοί μου.
Τους έβλεπα γοργά να μεγαλώνουν
ώσπου εγίναν όλοι μακρινοί μου
Κι ευθύνες, βάρη κι έγνοιες πια σηκώνουν.

Συμμαθητές μου ύστερα, γνωστοί μου,
συνάδελφοί μου και συμφοιτητές μου
μεγάλωσαν κι εγίναν άγνωστοί μου
και τιμητές μου και βασανιστές μου.






Κι εγώ να μένω εκεί-στα δεκατρία!
Ένα μικρό παιδάκι τρομαγμένο
με δίχως μέλλον, δίχως ιστορία,
σ’ όλους παράξενο, για όλους ξένο...

Ένα παιδάκι πάντα που ζητάει
να πει ό,τι παιδιά μόνον μπορούνε:
τα πάθη που η ψυχή μ’ αυτά μεθάει
και μόνο αξίζουνε να ειπωθούνε.

Μικρός για τους μεγάλους, κι αντιθέτως,
για τους μικρούς ασπρογενάτος γέρος.
Πινόκιο γι άλλους, γι άλλους ο Ζεπέτος-
κι ανεπιθύμητος σε κάθε μέρος.

Και μένω άγνωστος σ’ άγνωστους μέσα:
οι γέροντες να μη μ’ αναγνωρίζουν
και μένω άγνωστος σ’ αγνώστους μέσα:
την πλάτη τα παιδιά να μου γυρίζουν...

Κι ο θάνατος μια μέρα θα με πάρει
νιότης χαρές χωρίς να έχω νιώσει-
κι ο θάνατος μια μέρα θα με πάρει
χωρίς ποτέ να έχω μεγαλώσει.









Είσαι δεκαεφτά. Είμαι δεκατρία.
Και (άραγε με νιώθεις κοριτσάκι;)
όταν εσύ θα είσαι μια κυρία
Εγώ θα είμαι ακόμα ένα παιδάκι…





























ΒΊΚΥ ΚΑΙ ΚΑΘΡΈΦΤΗΣ

Κορίτσι με τα Θάματα-
Κορίτσι με τα Μάγια,
Θωριά ποιος τέτοια σου ’δωσε
Αβρή κι Αγνή και Άγια;

Κορίτσι ωραίο σαν Φιλί
της πιο Γλυκιάς της Ώρας
ποιοι Λογισμοί σε πλάσανε
Κρυφοί-ποιας Θείας Γνώρας;

Κορίτσι των Ελπίδων μας
Κορίτσι του Χαμού μας
με Τέχνη ποια και Δύναμη
τ’ Άτια οδηγείς του Νου μας;

Κορίτσι που η Όψη σου
τη Γοητεία μάς δείχνει,
Κορίτσι που ένα βλέμμα σου
μες στην Ντροπή μας ρίχνει,

Κορίτσι από Μαλάματα
Κορίτσι από Λουλούδια
Κορίτσι από Αύρες Απαλές
όπου τρεμίζουν Χνούδια,







Κορίτσι Γεναριάτικο
Φεγγάρι Ματωμένο,
Κορίτσι που για σε Δικό
για μας ό,τ’ είναι Ξένο,

Κορίτσι Μύρο κι Ευωδιά
και Στόλισμα της Πλάσης,
που Δώρα Αμάραντα σκορπάς
ούθε ήθελε περάσεις,

Κορίτσι νάμα ζείδωρο
της Ιμερόρροης Κρήνης,
την Υποψία του μοναχά
να μας δονεί που αφήνεις,

Κορίτσι που αν ερχόσουνα
μια Νύχτα στα Όνειρά μας
όλα του πόθου τα φτερά
θα κρούαν στη χαρά μας,

Κορίτσι ΟΧΙ αυτής της Γης
ΝΑΙ των Συμπάντων Όλων,
Κορίτσι Φως Ανέσπερο,
Κορίτσι Θήλυ Απόλλων,

Κορίτσι: δείξου μας Πικρό.
Λίγην Ασχήμια ντύσου.






Απ’ τ’ Άμφια σου τα Ποθεινά
λιγάκι ξεστολίσου.

Την Ομορφιά που πάνω σου
ο Χρόνος αποθέτει,
μέριασ’ την. Λίγο κρύψ’ τηνε.
Μετρίαστη. Θάμπωσέ τη.

Το Λάθος που ο Πλάστης σου
έκανε, να σε στείλει
Λεύκα εσέ Αργυρόφεγγη
Μες στ’ Άψηλο Τριφύλλι,

διόρθωσ’ το εσύ. Σε βλέπουμε
κι ευθύς κοιτάμε Χάμου:
Δάσους Τρανού εσύ Σπορά
Γόνοι Μικρού εμείς Γάμου.

Στο ύψος της Σαγήνης σου
άμποροι να υψωθούμε-
λίγο αν εσύ δεν κατεβείς
σβήνουμε-θα χαθούμε.

Κι αν να λιγέψεις δεν μπορείς
την τόση σου τη Χάρη,
μα μην αφήσεις ούτε εμάς
τη Λύπη να μας πάρει






και, ω! Χρυσό Κορίτσι εσύ,
ή άλλα δώσ’ μας Μάτια
ή στρέψε αλλού του Θαμασμού
τ’ Ανήμερά μας τ’ Άτια,

Ωραία να μη σε βλέπουνε
κι Έρωτα να μεθούνε΄
κι άφησ’ τα να θαμάζουνε
Θωριές που δεν πονούνε.

Ω! Δώσε ν’ αποσβήσουμε
από τη Θύμησή μας
ό,τι πολύ μας πλήγωσε-
και κάμε τη Ζωή μας

στα Γήινά της ν’ απλωθεί
και κει να λησμονήσει
το που εσύ της μοίρανες,
Κορίτσι Ωραίο, Μεθύσι.

Και πάλι, για όσους ξεκινούν
το Αγύριστο Ταξίδι,
πες ό,τι Μέλι Γλυκερό
τ’ Αψό θα κάνει Ξύδι:

Ότι εκεί που Ανέραστους
ο Χάρος θα τους στείλει,






η Πύλη για τα Τάρταρα
θα ’ναι τα δυο σου Χείλη΄

Ο Αχέροντας το Ρέον Φως
που πάνω σου ξεχύνει
των Ουρανών η Ξεγνιασιά-
της Νύχτας η Γαλήνη΄

κι η Αιωνιότητα το Αβρό
το Γέλιο που μας δίνεις
στα μάτια όταν σε βλέπουμε
κι ας ξέρεις πως μας σβήνεις.


…Και μην κακίζεις τον Ποιητή
για ό,τι εδώ σου λέει.
Διόλου εκείνος για ολ’ αυτά
που σου ’γραψε δε φταίει:

Καθρέφτης είναι ο Ποιητής,
για λίγο εντός του είδες
κι αυτός αντικαθρέφτισε
τις όποιες σου Αχτίδες.

-----








ΜΑΚΡΙΆ ΑΠΌ ΠΌΝΟΥΣ

Όπως ο ήλιος σα θα βγει τ’ αστέρια τ’ άλλα σβήνει
Και μόνο αυτός στην Πλάση μας το πλήθιο φως του δίνει,
Έτσι και συ σα φάνηκες στη νύχτια συντροφιά μας
Ελαμπροφώτισες μεμιάς σώμα, ψυχή, καρδιά μας.

Και κάθε μας απόκρυφη γωνιά εγίνη σάλα
Κι όλα τα πράγματα έδειξε που κράταε τα μεγάλα.
Και τον εαυτό μας έξαφνα νιώσαμε να ψηλώνει
Και προς το Τέλειο τα ορφανά τα χέρια του ν’ απλώνει.

Κι ήσουν εσύ το Τέλειο σε μας που εφανερώθη
Και που οι Αιώνιοι μέσα μας γι Αυτό ξυπνήσαν Πόθοι.
Κι ήσουν εσύ το Τέλειο που όλη του η Αξία
Μπροστά μας όλη άστραψε, μοναδική, εξαισία.

Κι ο ήλιος που ήσουν, κοριτσιού το σχήμα είχε πάρει.
Κι όλος εσκόρπα ομορφιά κι αχτιδοβόλαε χάρη.
Κι οι αχτίδες απ’ τα μάτια σου χίλια τραγούδια ελέγαν.
Κι οι αχτίδες απ’ το στήθος σου την οικουμένη εφλέγαν.

Και τα δεντρά σε βλέπανε και πέταγαν κλαδάκια.
Και οι ξερές τριανταφυλλιές εφούντωναν ανθάκια.
Τα πόδια σου επατούσανε χώμα ευτυχισμένο.
Για τις πηγές το στέρεμα εγίνη κάτι ξένο.







Και κάθε άντρας το άφταστο το σώμα σου ως εθώρει
δεν επερπάτει απα’ στη γη μα επέτα πάνω απ’ όρη
κι άπλωνε ο νους του σ’ Ομορφιάς και σ’ Ευτυχίας τόπους
μακριά από Πόνους κι Ασχημιά-μακριά ’πο τους ανθρώπους…

-----

























ΣΑΝ ΑΧΕΡΆΚΙ…

Βίκυ, κορίτσι και μεστή γυναίκα,
μπουμπούκι και τριαντάφυλλο ανοιγμένο
γλυκιά πηγούλα μα και νερομάνα,
δικό μας κάτι μα και τόσο ξένο…

Πώς τέτοια συ σκορπάς μια γοητεία
κινώντας μόνο αχνά το κεφαλάκι
και μέλι στάζεις πώς και όχι λέξεις
απ’ το γεμάτο χάρες στοματάκι;

Τα βάσανα λογιάζω που τραβούνε
κυρίες κάποιες ή και δεσποινίδες,
για να ’χουν απ’ του ηλιού που σε φωτίζει
μία ή δυο χρυσές μονάχα αχτίδες...

Μα ούτε που πετυχαίνουν τέτοια μάτια
κι όλα τους πάλι μένουν όμοια κι ίδια-
της ομορφιάς το δώμα δεν τ’ ανοίγουν
μ’ όσα κι αν αγοράσουν αντικλείδια.

Και πιότερο, αυτό, που μ’ έξοδα όσα
σ’ άλλην πάρεξ σ’ εσέ δε ζωγραφιέται-
για το ζεστό μιλώ χαμόγελό σου
που απ’ της ψυχής σου τον ανθό γεννιέται.







Τέτοια λεπτή κι αγνή και ραφινάτη
πού την εβρήκες φως μου ομιλία;
Τέτοιο ένα φέγγος στ’ άϋλο πρόσωπό σου
ποιος σου το δώρισε οπτασία θεία;

Ποιος Δίας με κύκνο ποιον σ’ έχει γεννήσει;
Από ποιανού Πετράρχη εβγήκες πέννα;
Ποιος Δάντης μία νέα Βεατρίκη
έπλασε κι έφερέ σε μπρος σε μένα;

Τέτοια στην όψη σου μια καλοσύνη...
τέτοια μι’ αγνότητα μες στη ματιά σου...
κι α! πώς οι φόβοι όλοι και οι τρόμοι
παύουν σα βρίσκεται κανείς κοντά σου...

Και κάκια εσύ δεν έχεις άγγελέ μου
καθόλου μέσα σου διόλου βαλμένη
γι αυτό η γλύκα και η καλοσύνη
επάνω σου βαθαίνει και βαθαίνει;

Έκφραση κακοδιάθετη ούτε μία
στο προσωπάκι σου ποτέ δεν κρύβεις;
Κι όλων τον θαυμασμό –α! όχι θε μου!-
με πανδαισία τέτοιαν ανταμείβεις;

Ω! Που χρονών τόσων πολλών η πείρα
τέτοια ομορφιά δε μου ’δειξε ποτέ μου!






Ω! Αφροδίτη εσύ ποθογεννήτρα!
Ω! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελέ μου!

(...Τάχα υπάρχει άντρας μες στην Πλάση
στις τόσες χάρες σου ν’ αδιαφορήσει;
και να μην έκανε όσες θυσίες
πλάσμα καθώς εσύ για να κερδίσει;)

Ω! Και να πέθαινα μες στο βελούδο
των ροδοπέταλων που έχουν το χρώμα
των δύο σου χειλιών και που ορίζουν
τ’ άνθος που στις θνητές λέγεται στόμα!

Ω! Και να έσβηνα μέσα στη γλύκα
του ιμερογέννητού σου χαμογέλιου!
Ω! Να πλανιόμουνα σαν μια σκονίτσα
στου βλέμματος σου την τροχιά του τέλειου!

Ω! Και να γίνομουν ένας καθρέφτης
να λούζεις μέσα μου την ομορφιά σου!
Ω! Και να καίγομουν όλος μια μέρα
σαν αχεράκι μες στην πυρκαγιά σου!

-----









ΑΠΑΛΟΎΛΙ

Τους ποιητές ο Έρωτας τους σπρώχνει
για τα κορίτσια στίχους να σκαρώνουν.
Κι Αυτός το Θάνατο μακριά τους διώχνει
και κείνοι πάλι άγκυρα σηκώνουν.

Μαριάννα, Κατερίνα, Μαργαρίτα,
και Γιάννα και Μαρία και Βασιλεία,
μυρωδικά στου έρωτα την πίττα
για του ποιητή την πείνα την αγία.

Μα τώρα να! εσύ: ο Παρθενώνας
μες στις χυδαίες πολυκατοικίες.
Εσύ-που σ’ έχει ο που τρέχει αιώνας
μ’ όλες του Ωραίου στολίσει τις αξίες

Εσύ! το χαμογέλιο σου που λάμπει
σαν πρώτη αχτίδα ύστερ’ από μπόρα.
Που μέσα σου, πνοή ποια αέρα θα ’μπει,
αναμετάξυ τους μαλώνουν για ώρα.

Σεμνό εσύ μικρό ένα μπουμπουκάκι
σε θερινή ροδόχροην αυγίτσα.
Εσύ! νιογέννητο ένα ζαρκαδάκι
που ακόμα μάνας θέλει αγκαλίτσα.







Μα όμορφη κι ας είσαι πειρασμέ γλυκέ μου,
και πόθους ας γεννάει κάθε σου βήμα,
πνοούλα εγώ δροσού σε βλέπω ανέμου
κι ως της θαλάσσης απαλούλι κύμα.

-----



























ΥΠΟΘΉΚΑΙ ΤΗ ΒΊΚΥ

Μη ποτέ ειπείς πως σώνουν
όσα έζησες ως τώρα
Όχι Βίκυ-δεν τελειώνουν:
άσωστα της ζωής τα δώρα.

Γι αυτό εμπρός! Τραγούδι πιάσε
όσο ακόμα ο κόσμος θάλλει,
κι ας ριχτούμε ο καθένας
στης ζωής την όποια ζάλη!

Όσο οι άνθρωποι θα υπάρχουν
και η γη όσο γυρίζει,
τα τραγούδια δεν τελειώνουν
κι η ομορφιά θα ξεχειλίζει.

Μπρος! Καινούργιες περιπέτειες!
Μπρος! Καινούργια γνωριμίες!
πριν να ρθούνε του χειμώνα
οι μακριές βραδιές κι οι κρύες.

Μπρος! Η ζήση καρτεράει.
Οι ανοιχτές οι αγκαλιές της
τις χαρές να σου χαρίσουν
καρτερούν τις μαγικές της.







Να γνωρίσεις νέα μέρη!
Να γνωρίσεις νέους ανθρώπους!
Φεύγε Βίκυ-φεύγε όλο
για καινούργιους πάντα τόπους!

Φεύγε όμορφο κορίτσι-
σε προσμένουν καλά μύρια-
οι ταμίες του μέλλοντός μας
τσάμπα δίνουν τα εισιτήρια.

Ας τρυγήσουμε τα κάλλη
κάθε Άνοιξης και Θέρους!
κι άλλα θα ’βρω εγώ κορίτσια
και ποιητές άλλους συ γέρους.

Ζήτω ο κόσμος ο μεγάλος!
Μια γωνίτσα του η Ελλάδα!
Ζήτω η ζάλη της ελπίδας
κι η λαμπρή της ζήσης δάδα!

Ζήτω τα όμορφα ταξίδια!
Ο θεός ο Έρως ζήτω!
Ζήτω οι έξυπνοι ανθρώποι!
Ζήτω ακόμα κάθε βλήτο!

Στη γη πάνω έχουν όλοι
το δικαίωμα να ζήσουν,






να χαρούνε, να χορέψουν
κι όλοι τους να ευτυχήσουν.

Κι όπου βρει την ευτυχία
ο καθένας, χάρισμά του
κι ας τη βρει στη ζήση μέσα
ή στα σκότη του θανάτου,

κι ας τη βρήκε στο μεθύσι,
στα χαρτιά ή στην αγάπη,
στον Ιππόδρομο, στον τζόγο,
ή στης θάλασσας τα πλάτη:

περί ορέξεως ου λόγος.
Κάθε άνθρωπος και λόξα.
άλλα όνειρα, άλλες σκέψεις,
άλλα βέλη, άλλα τόξα.

Από τούτα όλα όμως
να κρατάς στην εφεδρεία
ένα πράγμα: ότι κάθε
ή κορίτσι, ή κυρία,

και κάθε άνθρωπος μεγάλος,
ή μικρός, ή όποιος να ’ναι,
είναι κάποιος που όμοιός του,
κανείς άλλος δε θε’ να ’ναι-






πλάσμα που για μια μονάχα
φάνηκε φορά στην Πλάση,
και μ΄αυτό ίδιο, κανένα
και ποτέ δε θα υπάρξει.

Και αυτό σημαίνει ότι
μόνο συ μπορείς να κρίνεις
τι σε σένανε ταιριάζει,
τι απορρίπτεις, τι εγκρίνεις.

Όπως είναι το δικό σου
το μυαλό, δε θα ’ρθει άλλο,
κι αν το σύμπαν μας ακόμα
όσο ήθελε ειν’μεγάλο,

όσοι κι αν θα γεννηθούνε
σ’ όποια αστέρια όποιοι ανθρώποι,
κι όσοι κι αν κατοικηθούνε
από ανθρώπους, όποιοι τόποι.

Κι αφού ξέρεις Βίκυ πλέον,
τη μοναδικότητά σου,
την ευθύνη έχεις για όλα
που μονάχα είναι δικά σου:

Το σχολείο, τα βιβλία,
τις παρέες, το φαί σου,






μ’ ένα λόγο για την ίδια
είσαι υπεύθυνη ζωή σου.

Τη ζωή που είναι δικιά σου
κι άλλου κανενός. Τελεία.
Και ας λέει ό,τι θέλει
όποιος κύριος ή κυρία.

…Είχαμε...-α!- στα «ζήτω» μείνει...
Ζήτω το λοιπόν τα πάντα.
Το χαρτί, η κιμωλία,
το μολύβι σου, η τσάντα!

Ζήτω! πες και συ καλή μου
σ’ όλα γύρω σου κι εντός σου!
Ζήτω! Και ιδές: ο κόσμος
ευθύς έγινε δικός σου.

Ζήτω η φύση η αιώνια,
η καλή ζήτω η φιλία,
ζήτω τα όμορφα τ’ αγόρια
ζήτω-φευ!-και τα σχολεία!..

Μα τη φόρα που έχω πάρει
την αφήνω-θα τελειώσω.
Λοιπόν γεια σου πάλι Βίκυ
που πεντάμορφη είσαι τόσο.






Και σ’ ευχαριστώ που αιτία
έγινες αυτά να γράψω,
που θερμίδες ποιητικές μου
λίγες μ’ έκαναν να κάψω.

Γεια σου. Και να με θυμάσαι.
μια φορά το χρόνο έστω
του Καρλ Μαρξ όπως θυμάται
το ΚουΚουΈ, το μανιφέστο.

Όπου να ’μαι θα το νιώθω,
γιατί τότε αναμφιβόλως,
σύνολο ένα καλοσύνης
κι ομορφιάς θα είμαι όλος.

-----

















ΤΏΡΑ ΚΑΙ ΤΌΤΕ…

Πώς δεν πετάς έτσι αιθέρια που είσαι;
Ακίνητη πώς μένεις κι ως οι άλλες
Κι εσύ δεν ταξιδεύεις ηλιαχτίδες;
Πώς ενώ κάθεσαι, μέ ανεβάζεις
Σε ουρανών αγνώστων μου τα ύψη;

Τι μεταμόρφωση κι αυτή του Ήλιου!
Τι ενανθρώπιση κι αυτή του Θείου!

Με τι το πρόσωπο να παρομοιάσω;
Με τι τα μάτια μοιάζουνε να πω;
Τις ροδοπόρφυρες με τι παρειές;

Ω! Που με τίποτα στη γη δε μοιάζεις!
Ω! Με τη διάφανη μορφή Γυναίκα!

Ω! Νοημάτων συ μεστών Ιδέα!
Ω! Βεατρίκη! Απαντοχή ενός Δάντη-
Τι, πες μου, από μένα εσύ ζητάς;

Γραμμές ποιες σύσμιξαν και περιγράψαν
Σύνολο τέτοιο μες στο φως πνιγμένο;
Σκιάσεις ποιες το βάθος έχουν δώσει
Στου ονείρου το κορμί που βλέπω εμπρός μου;
Σοφό ένα βλέμμα ποιος έχει έτσι πλάσει
Που μέσα του το Άπειρο να κλει;





Με κίνδυνο για πάντα να τον χάσω
Το νου μου βάζω τώρα κατά μέρος
Και την ψυχή καλώ για να σε νιώσει
Και τη λαχτάρα την ποιητική.
Μα δες-αδύναμες κι οι δυο μού είναι
Να σε αδράξουνε και να σε πουν...
Ω! Ποιητή μου! κάτι πιο μεγάλο,
Μια Φαντασία ’π’ τη δική σου άλλη,
Έχει ανάλγητα δουλέψει εκεί!

Μα κι αν θεωρείς πως έτσι όλα θα μείνουν
Και δε θα σμίξουμε οι δυο ποτέ,
Τόσο όμως δέσιμο και τόσο ταίρι
Δικό σου με δικό μου απά’ στη γη,
Όχι, δε γίνεται-θα ιερουργήσει
Σε Τόπους άλλους-σ’ άλλες Εποχές.
Κάπου, σε κάποιο άλλο ίσως Σύμπαν,
Σε άλλου ενός τα πλάτη ουρανού,
Εκεί ο Έρωτας για μάς θ’ ανάψει
την πιο μεγάλη που κρατεί φωτιά,
Κι άσβηστη αυτή θα μείνει στον αιώνα.

Ίσως να είσαι τότε συ μια Δύση
Μενεξελιά και φούξια κι αργυρή
Κι εγώ στην αγκαλιά σου συννεφάκι
Ροδόχρωμο απ’ την πύρα την πολλή.







Ίσως λουλούδι να ’σαι μυρωμένο
Και η μέλισσά η μόνη να ειμ’ εγώ.
Κι αν άστρο γίνεις μες σ’ ουράνια χάη
Στα χάη αυτά εγώ ίσως να ζω .
Και αν βουνού χιονόσκεπου κορφούλα
το χιόνι να ’μαι εγώ σου το λευκό.
Κι αν στόμα, το γλυκό φιλί σου να ’μαι΄
Κι αν χρυσορόδι, ο μπρούσκος σου χυμός΄

Κι ωραίος θα ’μαι τότε ως θα ταιριάζει
στην που κι εσύ θα έχεις ομορφιά
και μακριά μου πια δε θα σε σπρώχνει
κάποια μου-ανύπαρκτη εκεί-ασχημιά.
Κι ως η κερήθρα αποζητάει το μέλι
έτσι βαθιά τότε κι εσύ θα με ζητάς.

Κάτι απ’ όλα-ή ίσως κι όλα-τότε
Εσύ θα είσαι μοναχά κι εγώ.
Εμείς η Πλάση, εμείς αστέρια κι ήλιος
Εμείς κι ο Έρως ο μοναδικός.
Και πάντοτε θα είμαστε ενωμένοι
Σα δυο παιδιά όπου στα σκοτεινά
Φοβούνται, κι αγκαλιάζονται σφιχτούλια
και να! το φόβο ούτε πια τόνε θυμούνται.
Κι η τωρινή χαρά θα μοιάζει λύπη
μπρος στη μεγάλη εκείνη τη Χαρά.







Γυναίκα ποθητή, γυναίκα μέλι,
Γυναίκα ζάχαρη εσύ γλυκιά,
Ποιο να σε χαίρεται σήμερα στόμα,
Τραπέζι ποιο λαμπρύνεις πρωινό
Να πάω και μαντήλι ένα να γίνω
Που χείλη πάνω του θα σκουπιστούν-
Πάτωμα να του γίνω που από κάποια
δική σου απροσεξία θα λερωθεί,
κι έτσι κι εγώ για λίγο να σε νιώσω…

Γλυκιά γυναίκα, Χάρης πεμπτουσία,
Γλυκιά γυναίκα στο λιοπύρι σκια,

Γλυκιά γυναίκα ονειρομαγεία,
Γλυκιά γυναίκα του Ίμερου τροφή,
Πήγαινε κρύψου σε ανήλιο πύργο
Πήγαινε μείνε σ’ έρημου μονιά
Ώστε κανένας πια να μη σε βλέπει
Και κανενός το νου να μην πλανάς
Και κανενός ζωή να μην παιδεύεις
Και πια κανένανε να μην πονάς.
Έτσι ίσως εξιλέωση να έβρεις
Για όποια πίκρα εδώ μας έχεις δώσει.
...Μα πάλι, όσοι άλλοι κι αν σωθούνε,
ποια τάχα θα εβρισκόνταν ζυγαριά
που μ’ έναν ποιητή να τους μετρήσει-
αχ! ποιητή ενός η δυστυχιά,
σκοτώνει όλης της Πλάσης τη χαρά!

-----



ΈΝΑ ΣΥΝΑΠΆΝΤΗΜΑ

Απόβραδο. Πεζόδρομος.
Σαν φλόγα εμπρός μου στάθηκες
χρυσή μέσα στη λάμψη της
κάτι γυρεύοντάς μου.
Γαλέρες χρυσοκέντητες γέμισε το λιμάνι.
Στον λόφο τον απέναντι χορεύαν
Το ένα πιαστά με τ’ άλλο τα δεντράκια.
Χρυσό μελωδικό τραγούδι του έρωτα
Τα χείλη της εσπέρας μουρμουρίζανε.
Του άβγαλτου ακόμα φεγγαριού οι αχτίδες
Καμπύλωναν επάνω απ’ το βουνό
Για να σε δουν έτσι ως έλαμπες απόψε.

Τα όνειρά μου γύρω σου όλα μαζεμένα
ρούχα γινήκαν που σε ντύνουνε.
Απ’ το μπαλκόνι του Απρίλη
Βλέπω ο Δεκέμβρης ρόδινος να γίνεται.

Τα δυο ψαράκια των ματιών σου
Στο βλέμμα μου αγκιστρωμένα
στραφταλίζανε και σπαρταρούσαν.
Του στήθους σου οι καρποί στο πρώτο τους ωρίμασμα.
Του βραδιού το μπράτσο τυλιμένο γύρω απ’ τη μεσούλα σου.
Στο πέτο της μπλουζίτσας σου κεντημένο
Με κλωστή χρυσή: «μακριά είναι η καρδιά μου».





Μες στον αφρό των σεντονιών της θάλασσας
Χρυσή χτενίτσα τα μαλλιά σου.

Στο στήθος μου ένα φως γεννιέται
Αντικαθρέφτισμα του λαμπερού λαιμού σου.
Α! Το χρυσό σου τριαντάφυλλο!
Α! Πώς λικνίζεσαι σαν δέντρο δίχως άνθη και κλωνιά
μέσα στον άνεμο του χτες!

Ήρθες να δρέψεις τη συγκομιδή των στεναγμών μας.
Το παιδικό κορμί σου τραγουδάει κιόλας
Με την ιδιοφυϊα των γλυπτών.
Τραυλίζει ο αέρας για σένα όταν μιλεί.
Το αγεράκι του βραδιού σ’ αγγίζει
Τρεχάτο πάνω απ’ το κεφάλι σου
Και κάτω από τα πόδια σου τεμπέλικο

Ανάμεσα στους ώμους μου
Ταράζεται το άστρο της ψυχής μου.
Α! Μόνο εσύ του κήπου μου ανθάκι…

-----











ΔΈΝΤΡΆΚΙ ΔΡΕΠΆΝΗΦΌΡΟ

Η ζωή μου ένας κάμπος ερμιός.
τόσο έρμος που λες: «γιατί υπάρχει»;
Ούτε καν ένας πάνω του ανθός΄
πράσινη ούτε μικρούλα του μι’ άκρη.

Μα στο χώμα του αυτό το ξερό
φέτος ένα φυτρώνει δεντράκι-
πρασινούλι, ομορφούλι, χλωρό,
πολυπόθητο ένα δεντράκι.

Κι αχ! τι ρίζες απλώνει τρανές!
Κι αχ! αμέσως πώς φύλλα γεμίζει!
Στις φρυγμένες μου πώς τις πλαγιές
της σκιάς την ευλόγια χαρίζει!

Κι όποια θλίψη εκρατούσα βαθιά
που βαριά την ψυχή βασανίζει,
με τις ρίζες του αυτές για σπαθιά
ένα δέντρο μικρούλι θερίζει.

-----










ΒΡΕ ΓΙΑ ΔΕΣ…

Το Βικάκι μου γελάει
κι όλη η Κόριθο ευωδάει
και μεθάει η γύρω φύση
με γλυκό χαράς μεθύσι.

Το Βικάκι κελαδεί
σαν πουλάκι στο κλαδί
και το θείο του τραγούδι
δροσοστάλαχτο λουλούδι…

Αχ! Τα δυο της τα ματάκια
ας γινόταν δυο λεφτάκια
να ερχόνταν από ’δω
και να βλέπαν ό,τι εγώ:

Να ’δουν πόδια, να ’δουν χέρια
να ’δουν άσπρα περιστέρια
να ’δουν χείλια και φιλιά
κι όλο μέλι αγκαλιά.

Και να νοιώσουν τι μαρτύρια
τόσα κάλλη δίνουν μύρια
και ποινή να ξέρουν ποια
θα ’χουνε γι αυτό βαριά.







Και μετά πια ξαναμπαίνουν
στις τρυπίτσες που ομορφαίνουν
να μας βλέπουν από κει
όπως πάγοι πολικοί…

…Βρε για δες τι πάει και κάνει
ο θεός μας: το φουστάνι-
βρε για δες πού οδηγεί
η όλο αιμάσσουσα πληγή:

με της φύσης τη γιορτή
κοπελίτσα μια ασορτί
και γι αυτήν εγώ να γράφω
μ’ ένα πόδι μες στον τάφο…

-----

















ΡΩΆΛ

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Και τ’ όνομά της είναι Ρωάλ,
όπερ
αναγραμματιζόμενον
σημαίνει Βίκυ .

Και δεν την κρύβω.
Αν βρει το κάλλος της αυτό και κάποιος άλλος
ας πάρει όσο θέλει απ' αυτό-
η Βίκυ μου είναι αχάλαστη και ατελείωτη.

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Εγώ ο πολυμίσητος!
Ο πολυαγάπητος εγώ!
Ο απροσμέτρητος εγώ.
Ο απειροελάχιστος εγώ.
Εγώ ο τεράστιος-ο συμπαντικός
Εγώ ο ημίκοπος εξ αδαμάντων.
Εγώ ο πρωιβλαστής και ο πρωτοκτόνος.
Εγώ ο πολυτάρακτος και ο πολύπυλος.
Εγώ ο πυρίφατος και ο πυριστεφής.
Ο ευπλανής εγώ.
Και αι γυναίκες ήνοιξαν το στόμα των ωσεί αιδοίον του φαγείν.





Και αι μικραί παρθένοι ερυθρίασαν.
Και περίβλεπτος εγώ εν τάφω εκηδεύθην.
Εγω ο ημιπέπανος και ο ημίπνους.
Εγω ο ημιμεθής και ο ημίπτωτος.
Εγώ ο εξαϊστών το σκότος.

Εγώ ο εγχείβρομος.
Εγω ο πολύμουσος και ο πολυηδύς.
Εγώ ο περιάμφοδος και ο περιαυγάζων.
Ο ευπλανής εγώ.
Και έπιπτεν βαρύς ο πέλεκυς και διόπτευεν τα πάντα δια της ακμής του. Και εγώ κατέγραφον τας πτώσεις και τας ανόδους του.

Εγώ ο άπτιλος.
Εγώ ο απλοπαθής.
Εγώ ο ημίβροτος.
Ο πολύφορτος εγώ.
Εγώ ο πολύαθλος και ο χρυσολαμπής.
Εγώ ο ολοφυδνός, ο ολοφυής και ο ολόπυρος.
Ο διφυής και νυμφόπληκτος.
Ο νυκτοπόρος και ο νυκτομάντις.
Ο ευπλανής εγώ.

Και ήρχοντο προς με κυνών υλακαί και περιδινίσεις άλω.
Και τα περιέβαλον μετά στοργής ο ουρανοφάντωρ εγώ.





Εγώ ο έγχαλκος.
Εγώ η διηλών.
Εγώ ο ημισπάρακτος και ο ημισφαγής.
Εγώ ο ημίχλωρος και ο ημιψυγείς.
Εγώ ο πυρσοτόκος, ο πυρίστακτος, ο φιλόμβριος και ο πολυδαίδαλος.
Εγώ ο ευστήρικτος.
Εγώ ο απλετομεγέθης και ο άπλαστος.
Ο ευπλανής εγώ.

Και φλόγαι περιέβαλον το ιερόν και κατέφαγον αυτό.
Και οίμοι! εβόουν ο πολύφατος εγώ.
Και ουαί! φευδώς εβόουν ο πολυχανδής εγώ.
Και εδάκρυζον ο πολύφιλτρος εγώ.
Εγώ ο πολύστριβος.
Εγώ ο πολυσκόπελος και ο πολύποινος.
Εγώ ο ημικραίπαλος και ο ημίλεπτος.
Εγώ ο περίπικρος, ο περίσεμνος και ο περιδρομεύς.
Εγώ ο ουρανοφόρος και ο νεότρωτος.
Ο προδέκτωρ και ο προδιαμαρτάνων εγώ.
Εγώ ο περιαλγής.
Ο ευπλανής εγώ.

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Εγώ ο ημιρραγής,
Εγώ ο ημίρυπος,
ο ημιδάϊκτος εγώ και ο ημιδαής.






Εγώ ο περιμάχητος.
Εγώ ο περιμανής, ο πρόσπαιος και ο ημίθαλπτος.
Εγώ ο ημίθηρ.
Εγώ ο σκύμνειος, εγώ ο στυπτηριώδης, εγώ ο ταναιμήκης.
Ο υπερθέων, ο υπερόριος, ο χορδοποιός.
Ο ευπλανής εγώ.

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.
Ο ουρανομίμητος εγώ.
Εγώ ο χοροβατέων.
Εγώ ο χρυσοκλαύστης.
Εγώ ο τετραδιστής, ο συηνός και ο πτερυγοφόρος.
Εγώ ο περίπεπτος και ο ηδύφρων.

Ο εύπομπος, ο ειδωλόθυτος, ο αριζήλωτος και ο απεχθητικός.
Ο περιανθής και ο περίγλισχρος.
Εγώ που δε ζυγιάζομαι με λίγη αγάπη.
Εγώ που δε ζυγιάζομαι με λίγο μίσος.
Ο ευπλανής εγώ.

Είδα κι εγώ μια όμορφη γυναίκα.

-----























ΚΟΡΊΤΣΙ-ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ-ΠΟΙΗΤΉΣ

ΠΟΙΗΤΉΣ
Φανέρωμα του Ωραίου
πάνω από την άβυσσο.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η ωραϊζουσα!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ

Θέλω να ζήσω τη δική μου ζωή.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Βαθιές έννοιες κάθε ματιά
πώς-με τι όπλα-να τις κατακτήσεις.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η αξιαπόλαυστος!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Δεν ανήκω στον κόσμο αυτόν.
Θέλω να διώξω από πάνω μου την ευθύνη της εδώ ζωής μου.
Ούτε καν τη διάλεξα.
Από άλλους μου ορίστηκε.

Θέλω να ζήσω τη δική μου ζωή.



ΠΟΙΗΤΉΣ

Όποιον τη δει, αγρύπνια τον παιδεύει

Ασπίς διαχύτου φωτός την περιβάλλει όλην.
Σεπτή, αδιάβλητος, ευπροσήγορος, άμωμος υπάρχει.

Ό,που σταθεί, το βαρύ αναιρείται.
Ελαφρότης και διάκοσμος είναι.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ

Χαίρε η διαλαμπής!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Θέλω να κυλιστώ πάνω σε κατακόκκινες παπαρούνες.
Το αίμα τους να μην ξεχωρίζει από το αίμα μου όταν το μαχαίρι θα χτυπήσει.
Θέλω πεθαίνοντας να ζήσω τη ζωή τους.

ΠΟΙΗΤΉΣ

Τα χαρτιά θέλουν μάζεμα.
Οι λογαριασμοί κλείσιμο.

Ανυποψίαστοι διάλογοι λάμπουν τα βράδια κάτω από το παράθυρό της.

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Είμαι ωραία όπως η βροχή και το θυμίαμα.


ΠΟΙΗΤΉΣ
Με τα δάχτυλά της αγγίζω τις κεραίες των χαρούμενων λουλουδιών.
Ευωχία ανεκφράστως συντηρουμένη και αναιτίως αλγούσα
η ενθύμησις των πρώτων της ερώτων
όταν, μηδέν μόνον ήταν.

Παιδί ελαφροντυμένο γεννούσε σφαδάζοντα σύμπαντα.
Μετρούσε από το δύο έως την έξαψη
και ενέσκυπτε το μέχρι τότε ανύπαρκτο.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η αναξιδώρα!
Χαίρε η ανθοβόλος!
Χαίρε η δυσεξάντλητος!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Εδώ δεν έχω πατρίδα και ιερό.
Κανείς εδώ δε με θέλει.

ΠΟΙΗΤΉΣ

Τα μάτια της θωπείες οραμάτων.
Τα χείλη της τάματα της λατρείας.

Μια ταραχή την έχει αντικρίζοντας την επιθυμία στα μάτια των αντρών.




ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ

Θέλω η ωραιότητά μου να λάμψει μέχρι της ματαιοδοξίας το σύνορο.
Στο σχολείο υποχρεώσεις και διαρκής ένταση της προσοχής.
Στους δρόμους ανέκφραστα και βιαστικά προσωπεία.
Στις συγκεντρώσεις τυπικότητες και βαρετά αστεία.

Θέλω να ξανοιχτώ στο άγνωστο.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Το λουλούδι μέσα στο άρωμά του.
Αυτή κλεισμένη μέσα στην ωραιότητά της.

Τα χέρια της μελωδίες μελλοντικών κόσμων.
Η θλίψη της περιβάλλει σαν τρυφερός κισσός τον μίσχο της αμφιβολίας.
Μέσα στο κάθε της πρωινό είναι που τα όνειρα τραγουδούν.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η αγγελοειδής!
Χαίρε η αλεξίμβροτος!
Χαίρε η αλλόθροος!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Ναι, υπάρχω η καλλίστη.
Για ποιον δεν ξέρω.
Για μένα ίσως.


Ή για κείνους που θα βρω εκεί που θα πάω.-
στον δικό μου κόσμο, στη δική μου σειρά.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Όλοι τη συναπάντησαν στους δρόμους
μα στο δικό μου το αίμα μόνο ρίζωσε.

Τα μάτια της ταξιδεύουν στις λεωφόρους της ψυχής μου.

Από τότε που την είδα, για τους άλλους χάθηκε.

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Μόνο μέσα στη μοναξιά μου είμαι ολόκληρη.
Και σαν ένα ανοιξιάτικο φεγγάρι,
σαν πρόσωπο λουλουδιού μέσα στην ομίχλη,
σαν νύχτα που κάποιον περιμένει-
έτσι μοιάζω ατελείωτη.

Μακριά μου ακούω τους στεναγμούς του άπειρου
να θρηνεί για τη χαμένη μικρότητά του.

Θέλω να είμαι οι τύψεις της θάλασσας για όλους τους πνιγμένους.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Το χρώμα των ματιών της το ενδιαίτημά μου είναι.


Οι στίχοι μου με το γάλα των μαστών της τρέφονται.




ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η ευαύχην!
Χαίρε η εύγληνος!
Χαίρε η ευθαλής!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Να βγω από το κορμί μου-ποιος μ’ έκλεισε εδώ μέσα;
Τα σύνορα όλα συντρίμμια θα πέσουν τότε κάτω από τα φτερωτά πέλματά μου.

Μου πρέπουνε τ’ άστρα που ακόμα αγέννητα είναι.
Μου πρέπουνε τα χάδια ζέφυρων άνυγρων ακόμα

Θέλω να πετάξω μακριά από την ακινησία των δέντρων,
μακριά από τα σκιρτήματα του ψεύτικου έρωτα,
μακριά από τις μικρές ευτυχίες.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Αν ήτανε πουλί θα ήτανε κύκνος.
Αν ήτανε πέτρα θα ήτανε διαμάντι.
Αν ήμουν ουρανός θα την έλεγα «η γη μου».

Στη σκέψη της γίνομαι όλος μια πελώρια καρδιά.

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Σαν ψυχές από σώματα φεύγουν από μένα οι επιθυμίες-ατέλεστες.
Στα χέρια μου φωλιάζουν μυριάδες χάδια.
Τα στήθη μου ονειρεύονται παραμυθένια αγγίγματα..


Γυρεύω να πετάξω έξω από τον αέρα-αυτό το ντροπερό δεκανίκι των πουλιών.

Ποιος μ’ έκλεισε ’δώ μέσα;

ΠΟΙΗΤΉΣ
Κάτι όμορφο που το ’κρυβε η κρύα γη
έλαμψε μαζί της με το πρώτο της φανέρωμα.

Ανάρμοστη κίνησις δεν ταιριάζει στο πλησίασμά της.
Αρμονικά όλα τα ιστία της δένουν.
Η θάλασσα τη γαλήνη της εκφράζει κοπάζουσα.
Δεν είναι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος μα και το στήριγμά της.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η παναιγλήεσσα!
Χαίρε η παναίμυλος!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Ήτανε μέρα; Βράδυ; Δεν θυμάμαι.
Ήρθε ένας θρασύς αγγελιαφόρος από το Άλλο
και μου ανάγγειλε πως δεν έχει πέρασμα για κει.
Προσπάθησα να τον δωροδοκήσω,
του γλυκομίλησα-εξάλλου όμορφος ήταν-
δεν μπορεί, θα ξέρεις κάποιο παραπόρτι, του είπα,
κάτι Κρυφό που όλα τα μπορεί-
εσύ πώς ήρθες;
Η πόρτα ανοίγει μόνο προς τα δω, μου λέει,
και έχω έρθει για να σου πω


να μην αναλώνεις τη ζωή σου με επιθυμίες.

Αμέσως μετά τα λόγια του αυτά με βίασε.

Τον ξεγέλασα-τον άφησα να μου πάρει τον υποταγμένο μου εαυτό.

Θ’ ανοίξω τις πόρτες με την ομορφιά μου.
Μόνο που θα τις δω,
καθώς άνθινα πέταλα τα φύλλα τους θα χωρίσουν.

Θέλω να λάμψω σε άλλους ουρανούς.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Με ποιο μολύβι να γράψω στον ουρανό τη σιωπή της;

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Στη γειτονιά μου γκρέμισαν ένα παλιό σπίτι.
Η πόρτα του έμεινε όρθια μόνο,
σαν χέρι που μένει έξω από τάφο.
Όλα φανερά πια.

Τις νύχτες φωνές: «κρυώνω…»
Έριξαν την πόρτα.
Ησυχία.


Δεν είμαι ένα κομμάτι του ουρανού.
Ο ουρανός είναι μια πρωινή μου βόλτα στην αγορά.




ΠΟΙΗΤΉΣ
Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων
τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα
το άνοιγμα των χεριών της μιμούνται
όταν το μέγεθος του αλιεύματός της ελαστική περιγράφει.


ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ
Χαίρε η μελιτερπής!
Χαίρε η μελίφυρτος!
Χαίρε η μελίγληνος!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Δε μ’ έχει η θάλασσα εμένα.
Εγώ μέσα στην μεγαλοθυμία μου την κρατώ.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Ως στήλη υψώνεται έσωθεν φέγγουσα.

Το χαμόγελό της ένα ρήγμα στο τείχος της απνοίας.

ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ
Χαίρε η καλλιφανής!
Χαίρε η καλλίσφυρος!
Χαίρε η καλλιρρήμων!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Δεν το βάζω κάτω.



Θα φύγω μια μέρα
και οι φίλοι δε θα ξέρουνε πού βρίσκομαι.
Με πύρινες ζώνες θα περιβληθώ και τέσσερα άρματα θα ζέψω
ένα για κάθε εποχή
και θα τους στέλνω από κει δικές μου άνοιξες και δικά μου καρπερά φθινόπωρα.
Δε θα ξεχάσω την πατρίδα μου.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχει.
Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα την ραίνουν.
Εξ ου η δρόσος της φωνής της
εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους
που από τα’ ακροδάχτυλα των κάτω άκρων της αναβλύζοντα
ξεδιψούν την απελπισία μας.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η γλυκύδωρος!
Χαίρε η γλυκύχυμος!
Χαίρε η γλυκυφραδής!
Χαίρε η μυρρόραντος!
Χαίρε η μυρο βόστρυχος!
Χαίρε η μυροσταγής!
Χαίρε η λυσίνομος!
Χαίρε η λυσιμέριμνος!
Χαίρε η λυσίκακος!
Η πανίμερος χαίρε!



ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Φορές μπερδεύω πράγματα και ανθρώπους.
Και λέω μπορεί έτσι και να ’ναι,
άνθρωποι και πράγματα να ’ναι ένα-
καθώς ένα είναι η ζωή και τ’ όνειρο.

Καμιά φορά ίσως πρέπει να συμβιβάζεται κανείς με ό,τι του βρίσκεται
και να μην πει ποτέ θέλω.
Μπορεί και να είχε δίκιο κείνος ο αγγελιαφόρος.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η ερατόχροος!
Χαίρε η ερατώπις!
Χαίρε η ερασιπλόκαμος!
Χαίρε η εναύλιος!
Χαίρε η ερίσπορος!
Χαίρε η περιφεγγής!
Χαίρε η άμικτος!
Χαίρε η αιθεροδρόμος!

Χαίρε η αιθερλαμπής!
Χαίρε η αγλαόκαρπος!
Χαίρε η αγλαοθηλής!
Χαίρε η αγλαόκολπος!
Η πανίμερος χαίρε!

ΠΟΙΗΤΉΣ
Κενά διευρυνόμενα αναμένουν την πλήρωση του αίματός της.



Κλειστή αιχμή διαρκείας αναπαράγει το στήθος της
κάθε φορά που αυτό φωτεινά αναλώνεται.

Είναι τόσο πολύτιμη όσο ένας αγριόκρινος στο βουνήσιο μονοπάτι.

Ενσκήπτω στο ρυάκι της σαν ανοιξιάτικη βροχή.
Άραγε με νιώθει;

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Ναι, μπορεί και να μη φύγω.
Να πάρω μόνο τη ζωή εκεινού που με κοιτάζει
και να την ντυθώ καλά καλά-ποιος ξέρει τι καιροί μπορούν να μ’ έβρουν.

Και από πού να πιανόμουν για ν’ ανέβω;
Μα πάλι ούτε πεσμένη να είμαι.
Μια ισορροπία να πετύχω ανάμεσα φωτός και σκότους.
Κι έτσι κρεμάμενη,
κι έτσι αθώα από τα αίματα όλα
να δω ποιος τότε δε θ’ ακούει το τραγούδι μου.



ΠΟΙΗΤΉΣ
Μηροί και κνήμες κρυφίως διαπλεκόμενοι
στον αριθμό τέσσερα,
όσα και τα συστατικά τους είναι:
Φωτιά, Κύμα, Απελπισία, Έαρ.

Τα ίδια πράγματα κοντά της γίνονται καινούργια.


Κλείνω τα μάτια και τη βλέπω.
Τα ’χω ανοιχτά και γίνεται άφαντη.
Τότε, λέω, στο θάνατο θα είναι δική μου για πάντα.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η πυριφλεγής!
Χαίρε η πυριτρόφος!
Χαίρε η πυρίπλοκος!
Χαίρε η παντόσεμνος!
Χαίρε η πανυπείροχος!
Χαίρε η παντοθαλής!
Χαίρε η λεπτοφυής!
Χαίρε η λεπτόχρως!
Χαίρεη λεπτοϋφής!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Είναι βαριά τα βήματα σε ξένους τόπους.


ΠΟΙΗΤΉΣ
Είμαι ερωτευμένος με τα φύλλα των ρόδων.
Έχουν το φέγγος των δακτύλων της.

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Φωνές ακούω μακρινές να με καλούν.
Μα όχι…καλλίτερα εδώ να μείνω…

Συνήθισα τους εδώ ανθρώπους.
Συνήθισα τα ληστρικά τους βλέμματα,


συνήθισα να με ποθούν με τον βλακώδη τρόπο τους ίσα κατάματα κοιτάζοντάς με
σα μίαν άψυχη να βλέπουν κούκλα.
Συνήθισα να μην παίρνω πίσω ό,τι δίνω.
Ίσως κι είναι αυτός ένας τρόπος
να λιγοστέψει μαζί με τ’ άλλα και η λαχτάρα για φυγή
που ώρες ώρες με αδράχνει
και όπως πόδι καβουριού το ψάρι με δαγκάνει.

Εδώ μ’ έχουν ανάγκη.
Πιο δικό μου πρέπει να κάνω τούτο το μέρος όπου βρέθηκα να ζω
από το πραγματικό δικό μου-εκεί πέρα…έξω…
Και ίσως εδώ μόνο ν’ ανθίζω άφεση, ευλογία κι εγκαρτέρηση.

Ναι, καλά είναι κι εδώ.
Η ζωή γίνεται όμορφη αν όμορφη εσύ την κάνεις.

Ειν’ όμορφα τα στάχυα και τα κίτρα και τ’ αγριολούλουδα στους κάμπους.
Και οι φίλοι μου ευγενικοί.
Και που και που κάτι ευχάριστο:
μια καινούργια γνωριμία,
ένα δώρο,
μια ζεστή καλημέρα,
ένας βιαστικός νεαρός με περήφανο βάδισμα.
Και τώρα τελευταία μια βοή σαν από σμήνος ερωτικών λυγμών
που περνάνε ανείδωτοι γύρω από το σώμα μου όλο,


κάνοντάς το να νοιώθει αλαφρό ένα ρίγος στο κάθε κυματάκι αγέρα που αυτοί ξεσηκώνουν.

Μ’ αρέσει να είμαι η ποθητή και η ονειρεμένη των αντρών.

Καλά είναι κι εδώ.
Ναι, εμείς φτιάχνουμε τη ζωή μας.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Τα δυο της χέρια
σεμνής τελετής ιέρειες..
Το δεξί ανάμεσα λήθης και ιμέρων εντρυφά.
Το αριστερό μέσα στο χλιαρό αβρά νήχεται.
Παιδάκια χωρισμένα από το πλήθος,
γλυκά κι ανυπεράσπιστα,
ξέγνοιαστα επίσης,
περιδιαβάζοντα σε δάσος από μαργαρίτες μοιάζουν.
Οι φλέβες τους δρόμοι ευθύνης και ηδονικής διαδοχής.

Μια αγκαλιά λουλούδια είναι.
Αν την άγγιζα θα ’πεφταν,
όπως το όνειρο όταν ξυπνάς.

Σ’ όποιον την πλησιάζει
την ομορφιά τού μαθαίνει.
Όπως η Ποίηση αν τη νιώσεις.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η λαμπραυγέτις!
Χαίρε η λαμπροπυρσόμορφος!


Χαίρε η λαμπάζουσα!
Χαίρε η η αγλαόπηχυς!
Χαίρε η ευκέλαδος!
Χαίρε η ευκομόωσα!
Χαίρε η μελιτόβρυτος!
Χαίρε η μελισταγής!
Η πανίμερος χαίρε!

ΌΜΟΡΦΟ ΚΟΡΊΤΣΙ
Εδώ το πρωτοβρόχι φέρνει μιαν αναμενόμενη θλίψη.
Και το χειμώνα, το χιόνι,
ας καμωνόμαστε πως μας κρυώνει
όμως μας δίνει τη συνέχεια και μαζί τη σταθερότητα του κόσμου.

Κι αυτός ο γέρος που με χαιρετάει κάθε φορά
μπορεί και να το κάνει γιατί και κείνος βρίσκει τη ζωή καλή.
Ή κι ίσως να ζητάει καλή μ’ αυτό τον τρόπο να την κάνει.

Άνθρωποι κι άνθρωποι.
Ζωές και ζωές.
Και η ευγένεια
κατά πως λένε
τις βαρετές τις σχέσεις
υποφερτές τις κάνει.

ΠΟΙΗΤΉΣ
Μία αδιάφορη ματιά της και ο έρωτας διστάζει.

Αυτή εδώ-σκοτάδι πουθενά.

Ευτυχία λέω,
είναι να κοιμηθεί κανείς μέσα στα μάτια της για πάντα.

ΧΡΥΣΌ ΠΟΥΛΊ
Χαίρε η αιδήμων!
Χαίρε η γλυκύπνοος!
Χαίρε η γλυκυμείλιχος!
Χαίρε η άδολος!
Η πανίμερος χαίρε!